-
1 καθυφιημι
1) упускать ( злонамеренно или по небрежности)(καιρόν Dem.)
μέ καθυφῇ;τι τῶν δικαίων τοῦ πατρός Luc. — не упусти чего-л. из справедливых дел отца (твоего, Зевса), т.е. не забудь сказать чего-л. в его оправдание2) проваливать, губить(τὸν ἀγῶνα Dem.)
κ. τὰ τῆς πόλεως Dem. — предать интересы государства3) med. идти на уступки, уступать(τοῖς ἐν Πειραιεῖ Xen.)
καθυφίεσθαι ἑαυτόν Polyb. — прекращать сопротивление, отступать, сдаваться;καθυφίεσθαί τινα Luc. — небрежно относиться к кому-л.4) уступать, сбавлять(τὸ τίμημοι καθυφειμένος Plut.)
-
2 ρεμβομαι
1) (тж. ῥ. ἔξω Plut.) блуждать, странствовать, бродить, скитаться(ἐν Πειραιεῖ Plut.; ἐν ἁλί Anth.)
ῥ. ἀπὸ τοῦ στρατοπέδου Plut. — блуждать вдали от лагеря;ῥ. ὄμμασι Anth. — блуждать глазами;ῥ. ἐν πράγμασι Plut. — быть нетвердым (шатким) в своих поступках2) ( о речи) быть расплывчатым, неясным(ἥ λέξις ῥέμβεται ἀγνοουμένων τούτων Sext.)
См. также в других словарях:
Πειραιεῖ — Πειραιεύς from P. masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PIRAEEUS sive PIRAEUS — PIRAEEUS, sive PIRAEUS seu melius Pyraus, nunc Porto di Seline, ab urbe adiacente, vel porte Leone, a Leone marmoreo ibi ad litus sito ad ostia Cephisi fluvii, portus Athenarum, 400. navium capax, a Themistocle, murô 2. mill. pass. urbi… … Hofmann J. Lexicon universale
ASTYNOMI — Athenis erant X. viri, quibus cura psaltriarum ac tibicinum (alii addunt et viarum) incumbebat, de quibus Plato de Republ. l. 6. Hesych. Α᾿ςτύναμος, ὁ διοικῶν κατα τὸ ἄςτυ. Eorum decem fuisse, legitur apud Aristotelem de Republ. Athen. citante… … Hofmann J. Lexicon universale
BACCHI Theatrum — cuius mentio in L. memorata Demostheni in Midiana, Ο῞τμν ἡ πομπἡ τῷ Διονύσῳ ἐν Πειραιεῖ καὶ ὁι Κωμῳδοὶ καὶ ἐπὶ Ληναίῳ πομπὴ καὶ ὁι Τραγῳδὸι καὶ ὁι Κωμῳδοι καὶ τοῖς ἐν ἄςτει Διονυσίοις ἡ πομπὴ καὶ ὁι παῖδες καὶ ὁ Κῶμος καὶ ὁι Κωμῳδὸι καὶ ὁι… … Hofmann J. Lexicon universale
καθυφίημι — (Α) (επιτατ. τού υφίημι) 1. παραμελώ με δόλιο τρόπο, προδίδω («καιρὸν ἐάν τις ἑκὼν καθυφῆ τοῑς ἐναντίοις καὶ προδῶ», Δημοσθ.) 2. (για συνηγόρους ή κατηγόρους) συνεννοούμαι κρυφά για να κερδίσει ο αντίδικος, καταπροδίδω τη δίκη, διεξάγω δίκη με… … Dictionary of Greek
κατάγω — (AM κατάγω) 1. μέσ. κατάγομαι έλκω την καταγωγή, προέρχομαι («κατάγεται από την Ήπειρο») 2. φρ. «κατάγω θρίαμβο(ν)» ή «κατάγω νίκη(ν)» νικώ, θριαμβεύω αρχ. 1. οδηγώ προς τα κάτω, φέρω προς τα κάτω «τὴν ἐκ τῶν ὀρῶν ὕλην κατῆγον εἰς τὸ ἄστυ»,… … Dictionary of Greek
κηρύσσω — και κηρύττω (ΑΜ κηρύσσω, Α αττ. τ. κηρύττω, δωρ. τ. καρύσσω) [κήρυξ] 1. γνωστοποιώ μεγαλοφώνως κάτι στο πλήθος ως κήρυκας, καλώ, συγκαλώ («κέλευσε κηρύσσειν ἀγορήνδε κάρη κομόωντας Αχαιούς», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι επίσημα γνωστό, δηλώνω, διαλαλώ,… … Dictionary of Greek
λογίζομαι — και λογιέμαι (AM λογίζομαι, Μ και λογίζω) [λόγος] συλλογίζομαι, αναλογίζομαι, υπολογίζω, σκέπτομαι (α. «λογίζεσαι τί πρόκειται να γίνει τώρα;» β. «πρὸς δὲ τοὺς θρασέως ὁτιοῡν οἰομένους ὑπομεῑναι δεῑν... τὸν πόλεμον, ἐκεῑνα βούλομαι λογίσασθαι»,… … Dictionary of Greek